- κυπριώτικος
- -η, -οκυπριακός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κυπριώτικος — η, ο (Μ κυπριώτικος, η, ον [Κυπριώτης] κυπριακός, κυπραίικος … Dictionary of Greek